ραδιολογία

ραδιολογία
η физ. радиология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ραδιολογία" в других словарях:

  • ραδιολογία — η, Ν κλάδος τής φυσικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο έρευνας τη μελέτη και τις εφαρμογές τού ραδίου και τών ραδιενεργών σωμάτων, η ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiology (< λατ. radius «ακτίνα» + λογία*). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιολογία — η έρευνα των ιδιοτήτων και εφαρμογών του ραδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραδιολογικός — ή, ό, Ν [ραδιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιολογία. επίρρ... ραδιολογικώς και ραδιολογικά Ν με ραδιολογικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ραδιολόγος — ο, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη ραδιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiologist < radiology (βλ. ραδιολογία)] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …   Dictionary of Greek

  • ραδιολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικευμένος στη ραδιολογία (βλ. λ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»